Κείμενο του μακροχρόνια φυλακισμένου αναρχικού Μάικλ Κιμπλ:
Αυτή είναι μια τυπική μέρα για μένα. Δεν έχω δουλειά αφού καμιά δεν είναι διαθέσιμη, ούτε κι υπάρχει κάποιο σχολειό κατάρτισης ή ακαδημαϊκά μαθήματα.
Είναι τρεις τα ξημερώματα. Ξυπνάω στ’ άκουσμα του φύλακα μες στον κοιτώνα που γκαρίζει «Ετοιμαστείτε για μάσα». Αυτό είναι το ξεκίνημα της μέρας μου, κι ακούω αγριοφωνάρες δεσμοφυλάκων σε όλη τη διάρκειά της. Σέρνω το κορμί μου και σηκώνομαι απ’ την τάβλα μου, που ’χει ένα στρώμα τρεισήμισι ιντσών της κακιάς ώρας. Ξυπνάνε κι άλλοι κρατούμενοι και παίρνουν το δρόμο τους προς τους νιπτήρες και τις τουαλέτες. Βρίσκομαι σ’ έναν κοιτώνα 114 κρατουμένων, όπου μοιραζόμαστε όλους κι όλους έξι νιπτήρες και έξι καμπινέδες. Σχηματίζεται ουρά για τη χρήση των νιπτήρων και των καμπινέδων. Για καλή μου τύχη, πετυχαίνω με τη μία νιπτήρα που δεν είναι κατειλημμένος, βουρτσίζω τα δόντια μου και πλένω τα μούτρα μου. Δεν παίζει καθρέφτης. Επιστρέφω στο χώρο όπου κοιμάμαι, που είμαι αναγκασμένος να μοιράζομαι μ’ έναν άλλον κρατούμενο (λόγω υπερπληθυσμού), και φοράω (μόνο ένα άτομο τη φορά μπορεί να ντυθεί στο μικροσκοπικό χώρο) την ολόλευκη στολή που ’χει διανείμει το Σωφρονιστικό Τμήμα της Αλαμπάμα (ADOC) σ’ όλους τους κρατουμένους. Κοντοστέκομαι μέχρι ν’ ανοίξει η πόρτα του κοιτώνα, πράγμα που σηματοδοτεί ότι είναι έτοιμο το πρόγευμα. Έχει πάει τέσσερις στο περίπου. Βαδίζω κατά την αίθουσα όπου οι τοίχοι είναι βαμμένοι μ’ ένα καταθλιπτικό, κρεμώδες και κίτρινο χρώμα, χώρια τα γκρίζα σίδερα. Οι φύλακες με τις γουρουνόφατσές τους έχουν πάρει πόστα κατά μήκος της αίθουσας. «Βάλε από μέσα τη φανέλα σου, για να δω το βραχιoλάκι στον καρπό σου, τράβα ξυρίσου» – στο δρόμο μου για την κουζίνα, αυτό είναι το ρεφρέν που ακούω μονίμως να λένε σε διάφορους κρατουμένους τα χοιρινά όσο πηγαινοέρχονται πάνω κάτω στην αίθουσα. Τώρα είμαι στην ουρά του σερβιρίσματος. Δεν έχει γάλα σήμερα, μόνο νερουλή πολέντα, αυγά σε σκόνη, ένα κουταλάκι του γλυκού ζελέ και δυο πατημένα μικρά μπισκότα, συν χυμό πορτοκαλιού σε σκόνη. Λέω από μέσα μου: «Ε γαμώ τη! Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια σκατά κάθε μέρα». Τρώω αυτά τ’ αποπλύματα τα τελευταία 28 χρόνια. Ο κοιτώνας μου είναι δεύτερος στη σειρά για συσσίτιο, έτσι παλουκώνομαι ανάμεσα σ’ εκατό και βάλε φυλακισμένους. Κάποιοι κουβεντιάζουνε, άλλοι κοιτάζουν το ταβάνι· είτε έχοντας το νου τους στα πουλιά που ζούνε στο φεγγίτη της κουζίνας, ελπίζοντας να μην πέσουνε κουτσουλιές απάνω τους ή στο φαΐ τους, είτε τσεκάροντας τα φωτιστικά σώματα που είναι γνωστό πως πέφτουν χωρίς προειδοποίηση απ’ την οροφή. Τρώω βιαστικά κι ύστερα περπατάω γρήγορα μέσα απ’ την αίθουσα προς τον κοιτώνα μου, μιλώντας με κάμποσους κρατουμένους στο διάβα μου που απλά παραμένουνε στην αίθουσα. Είναι περίπου τεσσερισήμισι το πρωί, και δε γυρνάω στο κρεβάτι, αλλά πάω στην αίθουσα τηλεόρασης κι ακούω ειδήσεις (NPR) στο ραδιόφωνο έως τις έξι η ώρα, όταν αλλάζει η βάρδια.
«Ώρα για καταμέτρηση!» κραυγάζει το νέο χοιρινό που μόλις ξεκίνησε τη βάρδιά του. «Πιάστε την τάβλα σας, ένας σε καθεμιά». Γυρνάω πλάι στον πάγκο μου· άλλα τρία γουρούνια μπαίνουν στον κοιτώνα για να μετρήσουν. «Σε μονή και ζυγή, όπως είμαστε!» ωρύονται κρατούμενοι σ’ όλο τον κοιτώνα, που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σε ανυποψίαστους κρατουμένους οι οποίοι μπορεί να μιλάνε σε κινητό που έχουν προμηθευτεί στη ζούλα, να φουμάρουν τσιγαριλίκι, να γαμάνε, κι ούτω καθεξής. Μονή είναι η σειρά με τους μονούς αριθμούς και ζυγή είναι η σειρά με τους ζυγούς αριθμούς. Εγώ είμαι στη μονή σειρά (107). Μόλις βγαίνουν οι φύλακες απ’ τον κοιτώνα, ξαναπάω στην αίθουσα της τηλεόρασης και συνεχίζω ν’ ακούω NPR. Το δωμάτιο τηλεόρασης σιγά σιγά γεμίζει με κρατουμένους που περιμένουν να τους καλέσουν για μεροκάματο, να πάνε για βάρη και/ή να τους φωνάξουν στο μεγάλο προαύλιο, ή απλά περιμένουν ν’ ανοίξουν οι πόρτες ώστε να μπορέσουν να σουλατσάρουν έξω κι από κοιτώνα σε κοιτώνα. Όμως, τέτοιαν ώρα, σπάνια είναι ανοιχτό το μεγάλο προαύλιο, εκτός κι αν είναι μέρες «αδειάσματος». Μερικοί έχουν να πάνε σε διαφορετικά προγράμματα, όπως «διαχείριση άγχους», «αλλαγή εγκληματικού τρόπου σκέψης» κι άλλες συνεδρίες πλύσης εγκεφάλου. Μερικά ραντεβού είναι ιατρικά. Οι περισσότεροι απλά παρακολουθούν τις πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές (Good Morning America, The Today Show), κι η πλειονότητα κάθεται γενικώς μπροστά στην τηλεόραση ολημερίς κι ολονυχτίς. Αδιάκοπη, συνεχής, συστηματική πλύση εγκεφάλου. Υπάρχει χρονοδιάγραμμα για την τηλεόραση, ας πούμε υπαγορεύεται ποιο κανάλι θα παίζει σε συγκεκριμένες ώρες μέσα στη μέρα και τη νύχτα. Δεν επιτρέπεται ν’ αποφασίσουμε εμείς τι θα θέλαμε να παρακολουθήσουμε.
«Πάτε έξω! Βιομηχανεργάτες, ασκούμενοι με βάρη!» γκαρίζει ο δεσμοφύλακας. Είναι γύρω στις εφτά και τέταρτο προ μεσημβρίας. Αν πρόκειται για μέρα «αδειάσματος» θα δώσει το σχετικό παράγγελμα. «Άδειασμα» είναι όταν ο αρχιφύλακας θέλει να μας γαμήσει υποχρεώνοντας τους πάντες να εκκενώσουμε τους κοιτώνες, δήθεν για τον καθαρισμό τους. Μαλακίες όμως, κι όταν δεν είναι μέρες «αδειάσματος», πάλι καθαρισμένα είναι τα καθιερωμένα. Το μόνο λοιπόν που θέλει είναι να μας γαμήσει τα πρέκια. Τα χοιρινά μάς βάζουν να στεκόμαστε, χωρίς να έχουμε κάπου να καθίσουμε ή να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τουαλέτα, χωρίς να μπορούμε να πιούμε νερό από κάποια βρύση σε εργατοώρες, σε υπερβολική ψύχρα ή ζέστη επί τέσσερις ή πέντε ώρες. Αυτή είναι μια περίπτωση πρακτικής κρατικού βασανισμού. Μα έτσι κι αλλιώς εγώ βγαίνω έξω τέτοιαν ώρα, οπότε δεν ανησυχώ τόσο πολύ γι’ αυτό το πράγμα. Απλά νευριάζω επειδή ξέρω ότι (τα χοιρινά) το μόνο που κάνουνε είναι να μας πιλατεύουνε. Στην πάροδο των ετών έχω σκληραγωγήσει το σώμα μου ώστε να είναι σε θέση ν’ αντέξει το κρύο και τη ζέστη για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς δυσφορία.
Να πώς καταλήγω να την περνάω με τζόκινγκ για μπόλικη ώρα. Σε μέρες χωρίς «άδειασμα» μένω έξω ως τις εννιάμιση περίπου, ώσπου να ξανάρθει η στιγμή για καταμέτρηση. Μετά πηγαίνω πίσω στον κοιτώνα μου και διαβάζω ή απλά ξεκουράζομαι μέχρι τις έντεκα το πρωί (ώρα του μεσημεριανού γεύματος). Ακολουθείται η ίδια ρουτίνα όπως και με το πρόγευμα. Η μόνη διαφορά είναι στ’ αποπλύματα που σερβίρουν. Μπορεί να φάμε μαυρομάτικα και μπομπότα. Πολύ μ’ αρέσουνε. Δεν τρώω κρέας, γι’ αυτό πρέπει να συμπληρώνω τη διατροφή μου με ό,τι μου κάνει λιγότερο επικίνδυνο. Τελειώνω το φαγητό και βγαίνω έξω, όπου αράζω μ’ έναν δυο παίδες. Είναι πήχτρα έξω γιατί όλοι βρίσκονται σε διάλειμμα, και προκειμένου να φτάσεις στην κουζίνα για το συσσίτιο πρέπει να πας απ’ έξω κι όχι από την αίθουσα (μην τυχόν διασχίσεις τα όμορφα πλακάκια τους, τα οποία πληρώθηκαν με κεφάλαια της Επιτροπής Πρόνοιας Τροφίμων), η οποία είναι κι η συντομότερη διαδρομή. Σήμερα όμως, με το που στρίβω στη γωνία βγαίνοντας απ’ την κουζίνα, βλέπω πως τρέχει λεκτικός τσαμπουκάς ανάμεσα σε δυο τύπους. Ένας απ’ αυτούς τραβάει ξαφνικά ένα μαχαίρι απ’ τη ζώνη του κι αρχίζει να μαχαιρώνει τον άλλον τυπά. Τους προσπερνώ με βιάση. Γνωρίζω και τους δυο, τον έναν τον ξέρω πραγματικά καλά. Ο τύπος που δε βαστάει μαχαίρι προσπαθεί ν’ αντεπιτεθεί, μα σωριάζεται. Ο άλλος τυπάς τον καβαλικεύει και συνεχίζει να τον μαχαιρώνει. Περνάω μέσα απ’ το πλήθος που μαζεύτηκε σβέλτα να δει τι παίζει, και πάω στον κοιτώνα μου. Θα είχα προσπαθήσει να παρέμβω, αλλά είχα κι εγώ μαχαίρι απάνω μου, όπως συνηθίζουμε να κουβαλάμε μπόλικοι κρατούμενοι. Οι δεσμοφύλακες έχουνε πάρει γραμμή το μαχαίρωμα, και δυο απ’ αυτούς με προσπερνάνε τρέχοντας στο σημείο, ενώ άλλοι σκούζουνε «Κλείδωμα!».
Αυτή είναι η πραγματικότητα με την οποία έχω να παλέψω, κυριολεκτικά, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει. Μερικοί από μας είμαστε τόσο κατεστραμμένοι απ’ αυτόν τον πολιτισμό, που ’χουμε μετατραπεί σε κινούμενες ωρολογιακές βόμβες. Περπατάμε τριγύρω με κάθε είδους καταπνιγμένου εκνευρισμού, θυμού, κι άλλα θέματα. Δεν έχω ανοσία σ’ αυτά τα συναισθήματα, αλλά έχω μάθει πώς να ανακατευθύνω τις απογοητεύσεις και την οργή μου σε ξεσηκωμό ενάντια στον πραγματικό εχθρό. Τέλος πάντων, όταν γυρνάω στον κοιτώνα, που έχει κλειδωθεί, πιάνω κουβέντα μ’ έναν τυπά που ονομάζεται Ραλφ, ο οποίος επιμένει να συζητά για θρησκεία μαζί μου. Δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν πιστεύω στον Θεό. Του λέω πως, αν υπάρχει ο θεός του, τότε είναι τύραννος, κι ότι δε θέλω να ’χω καμιά σχέση μαζί του (με τον Θεό). Και γιατί ντε και καλά να είναι αρσενικό; Τώρα θέλει να στήσει καυγά. Μα ο θεός του είναι ελεήμων, επιεικής κι αγαπησιάρης.
(Συνεχίζεται άλλη ώρα…)
Πηγή: Anarchy Live!