Καταστολή

Αμέσως μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008 το κράτος επιχείρησε να αποκαταστήσει το πληγωμένο του γόητρο και να επαναφέρει τη νεκρική κοινωνική ηρεμία, μπροστά στο φόβο νέων εξεγέρσεων και αναταραχών που θα μπορούσαν να ξεσπάσουν ενόψει της οικονομικής ύφεσης.

Η κυριαρχία επιχείρησε να επανοργανώσει τη δημόσια τάξη αυξάνοντας τον αριθμό των μπάτσων και δημιουργώντας νέα σώματα, όπως οι μηχανοκίνητες ομάδες Δ και Δίας. Ταυτόχρονα αύξησε αισθητά την αστυνομική παρουσία στις γειτονιές. Στοχοποίησε τα Εξάρχεια κυρίως ως χώρο κοινωνικής ανομίας, και επέβαλλε στρατιωτικού τύπου αστυνομική κατοχή. Παράλληλα φρόντισε να ενισχύσει το νομικό της οπλοστάσιο για να ελέγχει καλύτερα το κοινωνικό πεδίο, είτε παραγγέλλοντας μέσω του εισαγγελέα Σανιδά έρευνες σε στέκια και καταλήψεις, είτε εφαρμόζοντας τον κουκουλονόμο σε διαδηλώσεις. Ταυτόχρονα ξεκινάει μια διαρκής προσπάθεια κατάργησης του πανεπιστημιακού άσυλου (με αστυνομική περιφρούρηση των Προπυλαίων τον Δεκέμβρη ‘09, συνεχείς παραβιάσεις στη Θεσσαλονίκη και την Πολυτεχνειούπολη στην Αθήνα).

Όλες αυτές οι κινήσεις στήνουν το υπόβαθρο του δόγματος μηδενικής ανοχής, το οποίο εφαρμόζεται στις κοινωνικές κινητοποιήσεις που επιχειρούν να σπάσουν τη σιωπηρή συναίνεση στη δημοκρατία: η αστυνομία δρα προληπτικά, προσάγοντας διαδηλωτές, εισβάλλοντας σε ανοιχτούς κοινωνικούς χώρους (Ρεσάλτο, Γιάννενα), καταστέλλοντας άγρια τις διαδηλώσεις που αποκτούν πιο μαχητικά χαρακτηριστικά (με συλλήψεις, χημικά και ξυλοδαρμούς). Είναι ενδεικτικές οι πορείες στη Νίκαια και στο Βύρωνα ενάντια στις κρατικές δολοφονίες του Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ (κατόπιν βασανιστηρίων σε ΑΤ) και του Νίκολα Τόντι (στο δρόμο από πυρά μπάτσων).

Τη σκληρή πολιτική του κράτους ενισχύουν τα ΜΜΕ (καθώς και άλλοι μηχανισμοί διαμεσολάβησης, όπως τα κόμματα και τα συνδικάτα), αναλαμβάνοντας το ρόλο της απονοηματοδότησης και της ιδεολογικής επίθεσης στους αγωνιζόμενους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσπάθεια εγκληματοποίησης του αναρχικού κινήματος μέσω επικηρύξεων, φανταστικών σεναρίων περί σχέσεών του με «ποινικούς εγκληματίες» και ένοπλες οργανώσεις, κ.ά.