(λάβαμε στις 30 Μάρτη 2016)
Στις 24 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε παρουσίαση της μπροσούρας του Alfredo Cospito «Στην πηγή της θυματοποίησης» από τις Εκδόσεις «Μαύρη Διεθνής» στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Καρδίτσας. Έγινε τηλεφωνική παρέμβαση από τα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς Όλγα Οικονομίδου (που μετέφρασε την μπροσούρα από τα ιταλικά) και Χρήστο Τσάκαλο. Στη συνέχεια ακολούθησε συζήτηση ανάμεσα στους φυλακισμένους και στους συντρόφους της εκδήλωσης. Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα από την παρέμβαση του Χρήστου Τσάκαλου σχετικά με τη λογική της θυματοποίησης και το αντιστάθμισμα της επιλογής της ανάληψης ευθύνης:
«Καλησπέρα, σύντροφοι (…). Θα ξεκινήσω με μία φράση που είχα διαβάσει κάπου και λέει “τη δύσκολη ώρα της καταστολής θα αποδειχθεί ο βαθμός συνείδησης του καθενός μας”.
Η μπροσούρα του Alfredo Cospito “Στην πηγή της θυματοποίησης” δεν έχει μόνο ενδιαφέρον από ιστορική άποψη, καθώς περιγράφει την κατάσταση και τον ξεπεσμό του αναρχικού κινήματος μετά το μακελειό της Πιάτσα Φοντάνα. Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον γιατί, δυστυχώς, αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τη νοοτροπία της θυματοποίησης που είναι διάχυτη στον ελληνικό αναρχικό χώρο.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…
Μιλώντας για το αντάρτικο πόλης στα χρόνια της μεταπολίτευσης κομβικό σημείο ήταν η δολοφονία του Χρήστου Κασίμη, μέλους του Ε.Λ.Α., το 1977 σε συμπλοκή με μπάτσους στις εγκαταστάσεις στο Ρέντη της γερμανικής εταιρείας A.E.G. κατά τη διάρκεια τοποθέτησης εμπρηστικών βομβών. Ακολουθεί η σύλληψη του Γιάννη Σερίφη, ο οποίος μιλάει για σκευωρία των διωκτικών αρχών και φρονηματική δίωξη.
Από το 1977 και για πολλά χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των συλληφθέντων, είτε επρόκειτο για “τρομοκρατική” δράση είτε για συγκρούσεις σε διαδηλώσεις, ακολουθούν τη γραμμή της σκευωρίας. Με απλά λόγια, “δεν έχω σχέση, διώκομαι για τις ιδέες μου, ήμουν περαστικός” (…). Αυτή η θυματοποιημένη υπερασπιστική γραμμή συνήθως αντιμετώπιζε την επιείκεια των δικαστικών αρχών, και οι περισσότεροι συλληφθέντες σύντομα αποφυλακίζονταν.
Το 1995, από τους 500 περίπου συλληφθέντες της κατάληψης του Πολυτεχνείου, μόλις οι 100-120 δήλωσαν αναρχικοί, ενώ οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους στις απολογίες τους έλεγαν ότι εγκλωβίστηκαν ή ότι πήγαν να καταθέσουν στεφάνι…
Το 1998 συλλαμβάνεται ο αναρχικός Νίκος Μαζιώτης για τη βόμβα στο υπουργείο Ανάπτυξης και αναλαμβάνει την ευθύνη. Η στάση του ενεργοποιεί μία μαχητική αλληλεγγύη, η οποία εκφράζεται εκτός από τις δημόσιες παρεμβάσεις (αφίσες, μικροφωνικές κ.λπ.) και με μία σειρά σχεδόν καθημερινών εμπρησμών (κυρίως πολυτελών αυτοκινήτων). Μέσα σε λίγους μήνες πραγματοποιούνται πάνω από 100 εμπρησμοί. Αυτό δημιουργεί ένα μούδιασμα στη μέχρι τότε επίσημη εμπροσθοφυλακή της αλληλεγγύης (αριστερά δίκτυα και επιτροπές αλληλεγγύης προσωπικοτήτων), η οποία δείχνει να είναι έξω από το γνωστό μοτίβο που ακολουθούσε το τρίπτυχο “συνήθης ύποπτος – σκευωρία – αθώος”. Ο λόγος είναι απλός. Παλιότερα η θυματοποιημένη στάση των συλληφθέντων παραχωρούσε έδαφος στην υπερασπιστική γραμμή “δίωξης ιδεών”, “καταστολής δικαιωμάτων”, “στοχοποίησης συνήθων υπόπτων” κ.ά. Έτσι προωθούνταν πιο πολύ η λογική της καταγγελίας του “αυταρχικού κράτους”, παρά η σύγκρουση και η επίθεση εναντίον του.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι περισσότεροι συλληφθέντες επέστρεψαν πάλι στην υπερασπιστική γραμμή της σκευωρίας.
Το 2002 πραγματοποιούνται οι συλλήψεις για τη 17 Νοέμβρη. Οι ρουφιανιές, οι καταδοτικές καταθέσεις και η συνεργασία με τους μπάτσους της πλειοψηφίας των συλληφθέντων αποτελούν μία μελανή σελίδα στην ιστορία της επαναστατικής βίας. Ο μόνος που διασώζει τη μνήμη και τη δράση της οργάνωσης είναι ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο οποίος αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη. Το ίδιο πράττει και ο Χρήστος Τσιγαρίδας μετά τις συλλήψεις για τον Ε.Λ.Α. (…).
Κατά τα άλλα, η θυματοποίηση είναι μια πανούκλα που εξαπλώνεται σε πολλές εκφράσεις του χώρου. Αν θυμάμαι καλά, το 2005 υπήρχε έξαρση επιθέσεων από μία παρέα φασιστών εκείνης της εποχής εναντίον συντρόφων στεκιών και καταλήψεων. Φυσικά, αυτές οι προκλήσεις δεν έμειναν αναπάντητες, και οργανώθηκαν εκτός από τις δημόσιες κινήσεις (αντιφασιστική πορεία) και αρκετές επιθέσεις, στέλνοντας τους φασίστες στο νοσοκομείο. Κι όμως, στη σφαίρα του δημόσιου λόγου, στις περισσότερες αφίσες, σε πολλά κείμενα, προβαλλόταν η θυματοποιημένη απεικόνιση της μισής αλήθειας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε αφίσα γνωστής συλλογικότητας που κυκλοφορούσε υπήρχε μία λίστα με όλες τις επιθέσεις των φασιστών και καμία αναφορά στις επιθετικές ενέργειες από την πλευρά μας. Γενικά, η επικρατούσα αισθητική του δημόσιου λόγου ήταν ότι “οι φασίστες σκοτώνουν”, αλλά δεν λεγόταν κουβέντα για τις μαχητικές απαντήσεις που είχαν λάβει. Όλο αυτό εντασσόταν στη νοοτροπία της κατασκευής ενός θυματοποιημένου προφίλ που θύμιζε τη χριστιανική λογική, που υπαγορεύει ότι ο αδύναμος έχει το ηθικό πλεονέκτημα για την ενεργοποίηση της κοινωνικής συμπάθειας.
Παράλληλα, όμως, έχουμε και κάποιες περιπτώσεις με συλλήψεις επ’ αυτοφώρω (ληστεία τράπεζας, απόπειρα εμπρησμού οχημάτων Δημοτικής Αστυνομίας Φαλήρου) που οι συλληφθέντες ανέλαβαν την ευθύνη. (…)
Το 2010 έχουμε την ανάληψη ευθύνης τριών μελών της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς και τριών μελών του Επαναστατικού Αγώνα. Μία ανάληψη ευθύνης που δεν περιορίζεται σε κάποια συγκεκριμένη ενέργεια, που συνελήφθη π.χ. κάποιος επ’ αυτοφώρω, αλλά μία συνολική ανάληψη ευθύνης και στήριξη των ένοπλων οργανώσεων.
Αρχικά η πολιτική ανάληψη ευθύνης στηρίχτηκε από την πλειοψηφία του χώρου, αφού ήταν μία ξεκάθαρη ένδειξη συνέχισης του αγώνα παρά τις ποινικές συνέπειες και τα χρόνια φυλακής που περίμεναν τους συντρόφους. Πολύ σύντομα, όμως, υπήρξε μούδιασμα εντός του κινήματος από ένα κομμάτι το οποίο άρχισε να δείχνει ξεκάθαρα την προτίμησή του στους διωκόμενους που ακολουθούσαν τη γραμμή της σκευωρίας. Σύντομα κυριάρχησε πάλι η συνθηματολογία των διώξεων των πολιτικών φρονημάτων κ.ά. Αντίστοιχα, από κάποιους η επιλογή της ανάληψης πολιτικής ευθύνης χαρακτηρίστηκε ως οσιομαρτυρική στάση.
Στα δικαστήρια που ακολούθησαν, τόσο της Σ.Π.Φ. όσο και του Ε.Α., υπήρξε μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αυτούς που ανέλαβαν την ευθύνη και αυτούς που ακολούθησαν μία διαφορετική υπερασπιστική γραμμή.
Εδώ είναι σημαντικό να εξηγήσω τι είναι η πολιτική ανάληψη ευθύνης. Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης δεν είναι μία ηρωική πράξη, αλλά είναι μία πράξη συνέπειας σε όλα αυτά που υποστηρίζει κάποιος όταν έχει διαλέξει το αναρχικό αντάρτικο πόλης. Είναι αντιφατικό να κηρύττεις με τις πράξεις και τα λόγια σου τον πόλεμο μέχρις εσχάτων και τη στιγμή της σύλληψης να παρουσιάζεσαι ως θύμα.
Η ανάληψη ευθύνης είναι ένα διπλό μήνυμα. Ένα μήνυμα προς το κράτος, ότι οι φυλακές δεν λυγίζουν τους επαναστάτες, και ένα μήνυμα προς τους συντρόφους, ότι ο αγώνας συνεχίζεται όποιο κι αν είναι το κόστος. Η ανάληψη ευθύνης είναι ένα σινιάλο προς τους νέους αναρχικούς να στηρίξουν κι αυτοί το αναρχικό αντάρτικο πόλης, μαζί όμως με μία υπενθύμιση, ότι ο δρόμος για την επανάσταση είναι δύσβατος, κι αν τον διαλέξουμε, πρέπει να σηκώσουμε το τίμημα. Είναι το ηθικό πλεονέκτημα που έχουμε απέναντι στους νόμους και τις διώξεις τους, είναι η επιλογή να μην προδώσουμε τις αξίες μας και τους εαυτούς μας με αντάλλαγμα μία ευνοϊκότερη ποινή. (…)
Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος δεν στήνει σκευωρίες. Όμως, η θυματοποιημένη νοοτροπία αρκετών αναρχικών να εμφανίζουν τους εαυτούς τους ως μόνιμο θύμα σκευωρίας συμπαρασύρει και τις πραγματικές σκευωρίες. Εδώ θυμάμαι περίπτωση ατόμου που το συνέλαβαν ασφαλίτες στη Θεσσαλονίκη σε ενέδρα δίπλα από όχημα σεκιούριτι με την τσάντα με τον εμπρηστικό μηχανισμό έτοιμο και δήλωνε ότι διώκεται για τις αναρχικές του ιδέες και δεν έχει καμία σχέση με την απόπειρα εμπρησμού. Με λίγα λόγια, η διόγκωση της χρήσης της σκευωρίας μετέδωσε το μικρόβιο της αμφισβήτησης της ειλικρίνειας σε όλες τις υποθέσεις των αναρχικών. Είναι σαν το παραμύθι με τον ψεύτη βοσκό. Όλοι πλέον αμφισβητούν την ειλικρίνεια ενός αναρχικού που συλλαμβάνεται και λέει ότι δεν έχει σχέση με την κατηγορία που του αποδίδεται, καθώς υποσυνείδητα ο καθένας σκέφτεται ότι “αρκετοί αναρχικοί το παίζουν άσχετοι”. Έτσι, σε περιπτώσεις πραγματικής σκευωρίας τα αντανακλαστικά του χώρου είναι ιδιαίτερα σκουριασμένα, καθώς επικρατεί έλλειψη αξιοπιστίας.
Κάποιος τώρα θα μπορούσε να ρωτήσει “δηλαδή η ανάληψη ευθύνης είναι η μόνη αξιοπρεπής στάση;”.
Όχι, δεν είναι η μόνη, αλλά σίγουρα είναι η πιο ξεκάθαρα επιθετική στάση απέναντι στο κράτος. Άλλωστε, η ανάληψη ευθύνης δεν είναι ούτε συμβόλαιο ούτε παράσημο που μας συνοδεύει σε όλη μας τη διαδρομή. Ο καθένας μας κρίνεται κάθε μέρα και ανάλογα με τη στάση του τιμάει ή ακυρώνει την επιλογή αγώνα που πήρε κάποτε.
Δεν πιστεύω στο αναρχόμετρο, αλλά θεωρώ ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα υπερασπιζόμαστε.
Πρώτα απ’ όλα στις αναρχικές ένοπλες οργανώσεις υπάρχουν κάποιοι αξιακοί κώδικες, κάποιες αρχές και συμφωνίες. Μία από αυτές είναι η στάση που κρατάνε οι σύντροφοι της οργάνωσης σε περίπτωση σύλληψης. Βέβαια, η θεωρία από την πράξη συχνά έχουν απόσταση. Όταν όλα πάνε καλά σε μία οργάνωση, όλοι είναι στην πρώτη γραμμή. Όμως, ο άνθρωπος φαίνεται από το πώς τιμάει τις επιλογές του στα δύσκολα κι όχι στα καλά.
Όταν, λοιπόν, σε μία ομάδα έχει τεθεί το ζήτημα της ανάληψης ευθύνης και έχει συμφωνηθεί, αν μετά τη σύλληψη κάποιος κάνει πίσω, εκείνη τη στιγμή προδίδει τη συμφωνία, τις αρχές, τις ιδέες, την οργάνωση και τον ίδιο του τον εαυτό.
Παρ’ όλα αυτά, δεν θα είχα τόσο πρόβλημα αν κάποιος δεν σήκωνε το τίμημα και επέλεγε να σιωπήσει χωρίς να αναλάβει την ευθύνη, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι δεν θέλει στήριξη από τον αναρχικό χώρο. Όμως, το θεωρώ ανέντιμο από τη μία να το παίξεις αγωνισταράς πίσω από γενικόλογες αναρχικές κορώνες και ταυτόχρονα να παραπονιέσαι ότι είσαι θύμα σκευωρίας.
Με την ανάληψη ευθύνης ουσιαστικά ενώνεις θεωρία και πράξη. Αντιστρέφεις τους όρους της ήττας μιας σύλληψης και τη μετατρέπεις σε ένα ακόμη ανοιχτό πεδίο μάχης. Γιατί τελικά στον πόλεμο με το κράτος, δεν υπάρχει μέση οδός… ή εχθρός της εξουσίας ή συμβιβασμένος. Γιατί σημασία δεν έχει αν συλληφθείς, αλλά αν παραδοθείς μέσα σου (…)».
το κείμενο σε 4σέλιδο PDF