«Είμαι ανεπιθύμητη, τάσσομαι με τους ελεύθερους ατομικιστές, αυτούς που ονειρεύονται ολόψυχα μια κοινωνία που θα έχει ψωμί για όλα τα στόματα, που θα χαίρεται την ενέργεια κάθε ανθρώπου, που θα είναι δυνατόν να τραγουδήσει έναν ύμνο στη χαρά τού να ζεις επεκτείνοντας όλες τις εσωτερικές δυνάμεις, με ένα υψηλότερο αίσθημα. Μια κοινωνία που θα περιορίζει κάθε φορά όλο και λιγότερο το άτομο».
Η Μαρία Λακέρδα ντε Μόουρα ήταν δασκάλα, δημοσιογράφος, συγγραφέας, υφηγήτρια και ποιήτρια. Σε ό,τι έκανε έλαμψαν τα αναρχικά της πιστεύω στην ανθρώπινη χειραφέτηση, έστω κι αν ποτέ δε χρησιμοποίησε ρητά τις λέξεις «αναρχισμός» ή «αναρχία». Γεννήθηκε στο αγρόκτημα Μόντε Αλβέρνε στο Μανουάσου στην πολιτεία Μίνας Ζεράις της Βραζιλίας στις 16 Μαΐου 1887. Ήταν η κόρη του Μοντέστο και της Αμέλια ντε Αραούζο Λακέρδα, ελευθεροφρόνων και μορφωμένων γονιών, από τους οποίους σίγουρα «κληρονόμησε» τις ισχυρές αντικληρικές απόψεις της. Όταν έγινε πέντε ετών, η οικογένεια μετακόμισε στην πόλη Μπαρμπασένα, όπου η Μαρία πήγε σχολείο. Από τα 16 της καταρτίστηκε ως δασκάλα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, επάγγελμα στο οποίο προσηλώθηκε. Ένα χρόνο μετά, παντρεύτηκε τον Κάρλος Φερρέιρα ντε Μόουρα, το σύντροφο που πάντοτε τη στήριζε – ακόμα κι όταν η σχέση τους διαλύθηκε. Το 1915 το ζευγάρι υιοθέτησε δύο ορφανά παιδιά, ένα κορίτσι και έναν ανιψιό της Μαρίας. Εκείνη την περίοδο ήταν τόσο αφοσιωμένη στο λειτούργημά της ως παιδαγωγού, ώστε ίδρυσε μία «Ένωση κατά του αναλφαβητισμού», όπου παρέδιδε δωρεάν μαθήματα. Μέσα από αυτή την πολύτιμη εμπειρία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν να διαμορφώνει τις προσωπικότητες των ανθρώπων, υποχρεώνοντάς τους να απαρνούνται τις δικές τους ατομικές ταυτότητες προκειμένου να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους σε ό,τι υπηρετεί τα συμφέροντα της καθεστηκυίας τάξης. Επίσης, συνειδητοποίησε ότι δεν αρκούσε η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού για να κατακτηθεί ένας πιο δίκαιος κόσμος. Αυτό απαιτούσε μια βαθύτερη αλλαγή, μια πραγματική κοινωνική επανάσταση.
Έτσι, ξεκίνησε να μελετά την ελευθεριακή εκπαίδευση, καθώς και να διερευνά το κοινωνικό ζήτημα. Το 1918 πρωτοεμφανίστηκε ως συγγραφέας, εκδίδοντας το πρώτο της βιβλίο: «Για την εκπαίδευση». Τόση ήταν η απήχησή του, ώστε την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε δύο ακόμη: «Γιατί το μέλλον θριαμβεύει;» και «Ανανέωση».
Το 1921 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Σάο Πάολο, όπου άρχισε να εργάζεται ως ιδιωτική δασκάλα. Εκείνη την εποχή μεγάλης κοινωνικής αναταραχής, άρχισε να δίνει διαλέξεις –μερικές στην πόλη Σάντος– σε σωματεία, πολιτιστικά κέντρα, αναρχικές θεατρικές ομάδες και εργατικούς συλλόγους, και σε ενώσεις όπως το Σωματείο Εργαζομένων Τυπογραφείων, ο Αντικληρικός Σύνδεσμος και το Σωματείο Κλάδου Υπόδησης. Παράλληλα, αρθρογραφούσε στον αναρχικό Τύπο, π.χ. στην εφημερίδα «A Plebe», όπου έγραψε για «το υποκείμενο και βοηθητικές επιστήμες εκπαίδευσης και εκπαιδευτική ψυχολογία», συνεχίζοντας σε αυτόν τον τομέα το έργο του Νένο Βάσκο (1878-1920) στην εβδομαδιαία εφημερίδα «A Terra Livre» το 1906. Την ίδια περίπου περίοδο συντέλεσε στην ίδρυση της Διεθνούς Ομοσπονδίας Γυναικών και της Αντιπολεμικής Επιτροπής Γυναικών, με έδρα στο Σάο Πάολο. Το αντικείμενο και των δύο εγχειρημάτων ήταν να οργανώσει τις γυναίκες του Σάντος και του Σάο Πάολο σε ένα κίνημα ανθρώπινης χειραφέτησης που θα στόχευε πέραν απλών εκλογικών διεκδικήσεων (δικαιώματος ψήφου), αφού εκείνον τον καιρό πολλές γυναίκες θεωρούσαν ως σημαντικότερο σκοπό τη γυναικεία ψήφο.
Τον Φεβρουάριο του 1923 κυκλοφόρησε τη μηνιαία επιθεώρηση «Renascença», που δεν έκανε καμία «έκπτωση» στη διάδοση ελευθεριακών φεμινιστικών ιδεών, ούτε και στην ενασχόληση με άλλα κοινωνικά ζητήματα. Η επιθεώρηση αυτή διανεμόταν σε τέσσερις πολιτείες της Βραζιλίας, καθώς και στην Αργεντινή και στην Πορτογαλία. Ενδεικτικά σε σχέση με τη σημασία αυτού του εντύπου αξίζει να σημειωθεί η εισβολή στα 1928 νεαρών φοιτητών και εργατών στην προ-φασιστική ιταλική εφημερίδα Il Piccolo, σαν απάντηση σε ένα άρθρο που δυσφημούσε βίαια την ελευθεριακή εκδότρια της Renascença. Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε το διασημότερό της βιβλίο: «Είναι η γυναίκα εκφυλισμένη;» ως οργισμένη απάντηση στη διατριβή «Επιληψία και ψευδό-επιληψία», που είχε συντάξει ο ψυχίατρος Μιγκέλ Μπομπάρδα και στην οποία επιχειρούσε να καταδείξει μέσω ψευδό-επιστημονικών μελετών πως η γυναίκα ήταν βιολογικά κατώτερη του άντρα. Το 1926 η ίδια κυκλοφόρησε άλλο ένα έργο: «Η θρησκεία του έρωτα και του κάλλους».
Το 1927 χώρισε οριστικά με το σύζυγό της Κάρλος, με τον οποίο όμως διατήρησαν πολύ φιλικές σχέσεις. Λόγω της μεγάλης δημοτικότητάς της σε χώρες όπως η Ουρουγουάη, η Αργεντινή, η Χιλή και το Μεξικό, κλήθηκε να δώσει ομιλίες στο Μοντεβίδεο, στο Μπουένος Άιρες, στο Σαντιάγο. Όταν επέστρεψε, συνέχισε να διαδίδει τον ελευθεριακό λόγο στο Σάο Πάολο, ώσπου μετακόμισε το 1928 στο Γκουαραρέμα – σε κεντρική περιοχή της πολιτείας του Σάο Πάολο. Εκεί έμεινε σε ένα αγρόκτημα κομμούνας (κοινότητας), στην οποία ανήκε και ο Ιταλός αναρχικός Αρτούρ Καμπανιόλι. Η κοινότητα είχε συγκροτηθεί από Ιταλούς , Ισπανούς και Γάλλους αντιρρησίες συνείδησης ενάντια στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι οποίοι συμβίωναν αρμονικά με ισότιμους ελευθεριακούς όρους, ενώ πρόσφεραν ειρηνική αντίσταση σε κάθε μορφή βίας. Η ίδια θα περιγράψει αυτή την περίοδο της ζωής της: «Ελεύθερη από σχολεία, ελεύθερη από εκκλησίες, ελεύθερη από δόγματα, ελεύθερη από δεκανίκια, ελεύθερη από τη ζημιά των κυβερνήσεων, της εκκλησίας και της κοινωνίας». Κατά την παραμονή της εκεί, η Μαρία δημιούργησε και ένα σχολείο για τους αγρότες της κοινότητας. Μετά αγόρασε ένα γειτονικό κομμάτι γης, όπου έχτισε ένα λιτό σπίτι και μια σχολική αίθουσα. Δεν εγκατέλειψε όμως τη συγγραφή: Το 1931 κυκλοφόρησε δύο νέα βιβλία: «Κλήρος, κράτος και πολιτισμός», «Το σώμα των σκλάβων». Το 1932 εξέδωσε ένα ακόμη εξαιρετικό βιβλίο, με τίτλο «Κάντε έρωτα και… μην αναπαράγεστε».
Το 1934, πάσχοντας από σοβαρή ρευματοπάθεια, αναγκάστηκε ν’ αφήσει το σπίτι της στο Γκουαραρέμα και να πάει στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Εκεί, παρά την ασθένειά της, αρθρογραφούσε για τον τοπικό Τύπο και έδινε ομιλίες σε εργατικούς κύκλους.
Το 1935, υπό την πίεση των κατασταλτικών μηχανισμών της δικτατορικής διακυβέρνησης του Ζετούλιο Βάργκας, επέστρεψε στην Μπαρμπασένα με την πρόθεση να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της πλάι στη μητέρα της. Ωστόσο, οι Αρχές τής απαγόρεψαν να διδάξει στο δημόσιο σχολικό οργανισμό, λέγοντας ότι ήταν μια «επικίνδυνη κομμουνίστρια». Έτσι, το 1937 γύρισε στο Ρίο ντε Ζανέιρο, όπου αναγκάστηκε να δουλέψει πολύ σκληρά για να επιβιώσει. Το 1938 πήγε στο Ίλια ντου Γκοβερναδόρ για να δώσει κι άλλες διαλέξεις πάνω σε ζητήματα παιδεία και ελευθεριακής σκέψης. Το 1940 εξέδωσε το τελευταίο της βιβλίο, ένα εγχειρίδιο με τίτλο «Πορτογαλικά για εμπορικά μαθήματα». Μεταξύ άλλων, περιλάμβανε ένα δοκίμιο του Ζοζέ Οιτισίκα σχετικά με το «Στυλ».
Τον Σεπτέμβριο του 1944 πέθανε η μητέρα της. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους επέστρεψε στο Ρίο ντε Ζανέιρο μια για πάντα. Η Μαρία Λακέρδα δε Μούρα πέθανε στις 20 Μαρτίου 1944, μόλις σε ηλικία 58 χρόνων. Η κηδεία της ήταν μια σεμνή τελετή, με λιγοστά στεφάνια και λουλούδια. Ανάμεσα στα δοκίμιά της για το εργατικό κίνημα συγκαταλέγονται: «O Culinário Paulista», «A Patrulha Operária», «A Plebe», «A Lanterna» και «O Trabalhador Gráfico». Στενότεροι φίλοι της υπήρξαν οι αναρχικοί Ροντόλφο Φελίπε, Άνγκελο Γκουίντο, Ζοζέ Οιτισίκα, Οσβάλντο Ζοζέ Σακλγέιρο και Ντιαμαντίνο Αουγκούστο. Η Μαρία είχε μια έντονη ζωή διεκδικώντας αυθεντική κοινωνική ισότητα: ήταν η πρώτη Βραζιλιάνα φεμινίστρια που εξέφρασε τις σκέψεις της γραπτώς, σε εφημερίδες, επιθεωρήσεις και βιβλία. Στη Βραζιλία, πρωτοστάτησε στη διάδοση της αντίστασης κατά του φασισμού και σε μια εκστρατεία κατά των πειραμάτων σε ζώα.
Η δουλειά της έγινε γνωστή στις ηπείρους της Αμερικής και της Ευρώπης, και όμως η εργογραφία και η ζωή της έχουν ξεχαστεί και αγνοούνται επιδεικτικά από τους σύγχρονους ιστορικούς. Παραμένει πρακτικά άγνωστη ακόμα και στη Βραζιλία, όπου ένας συγκεκριμένος φεμινισμός φαίνεται να θέλει να αποκρύψει τη δράση εκείνης που θα γινόταν μία από τις πρώτες και πιο σημαντικές ακτιβίστριες του αγώνα των γυναικών, αλλά που ποτέ δεν αναγνώρισε στο Κράτος, στο Νόμο και στην αστική επαγγελματική πρόσβαση τον αγώνα της. Αυτό συμβαίνει στα αλήθεια, γιατί πρώτα απ όλα είδε με τρόπο γενναίο τον φεμινιστικό αγώνα ως αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού πολέμου που το μοιράζονταν με ίσο τρόπο άντρες και γυναίκες αφοσιωμένοι στη μάχη για την εξάλειψη κάθε εκμετάλλευσης, αδικίας και προκατάληψης. Ίσως για αυτό ακριβώς, αποτελεί ακόμα ένα άβολο σύμβολο για όλη τη συντηρητική κοινωνία, ως και για τον σημερινό συντηρητικό φεμινισμό, απλό κοινωνικό τυχοδιωκτισμό της μεσαίας τάξης στην αναζήτηση μιας θέσης κάτω απ τον ήλιο του Κράτους και του Καπιταλισμού., όπως ακριβώς υπήρξε για τις σουφραζέτες της μεσαίας τάξης και τις ελίτ της εποχής τους.
σύνθεση κειμένου από τις πηγές: libcom.org και www.nodo50.org