Χιλή, 1992: «Επιχείρηση αξιοπρέπεια»

Μετά τη δημοκρατική μεταπολίτευση του 1991 στη Χιλή, οι πολιτικοστρατιωτικοί σχηματισμοί που μάχονταν ένοπλα εναντίον της χούντας αποφάσισαν να συνεχίσουν τον αγώνα κατά τη διάρκεια της δημοκρατίας, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για τη συνέχεια της δικτατορίας με ένα άλλο οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Ανάμεσα στις ποικίλες ομάδες που συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα ήταν και το FPMR (Πατριωτικό Μέτωπο Μανουέλ Ροδρίγκες), που αν και αποτελούσε αρχικά τον ένοπλο βραχίονα του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής, αργότερα επέλεξε μια διαδρομή αυτόνομη. Η δημοκρατική καταστολή, έχοντας διδαχτεί από τους στρατιωτικούς προκατόχους της, μόνταρε μια καμπάνια απονομιμοποίησης των ένοπλων ομάδων και χρησιμοποίησε ένα ολόκληρο οπλοστάσιο για να τους εξοντώσει: ρουφιάνους, βαλτούς πληροφοριοδότες, εκτελεστές κ.λπ. Η συγκρότηση του απεχθούς οργανισμού ασφαλείας Λα Οφισίνα («Το Γραφείο»), που ήταν επιφορτισμένος με τον αφανισμό των πολιτικοστρατιωτικών ομάδων, αποτελεί ξεκάθαρο δείγμα των προθέσεων της νιόφερτης δημοκρατίας.

Οι φυλακές αρχίζουν σταδιακά να γεμίζουν με μαχητές που ήταν στρατευμένοι σε διάφορες οργανώσεις, και στους οποίους επιβάλλονται εξοντωτικές ποινές από πολιτικά και στρατιωτικά δικαστήρια. Εντός των φυλακών αρχίζουν να σχηματοποιούνται χειρονομίες και συμπεριφορές αντίστασης ενώ οι κρατούμενοι, απέχοντας μακράν του να τραγουδάνε άσματα ήττας, ξεκινούν να οργανώνονται ενάντια στα μέτρα της διάσπασης και απομόνωσης που επιβάλλει η δεσμοφυλακή. Ταυτόχρονα, πρώτο τους μέλημα παραμένει το να κατορθώσουν να βγουν ξανά στο δρόμο.

Φτάνει το 1992, και 8 μέλη του FPMR καταδικασμένα υπό τον αντιτρομοκρατικό νόμο για σύσταση παράνομης οργάνωσης και οπλοκατοχή, ανάμεσα σε άλλα αδικήματα, ξεκινούν να δίνουν μορφή σ’ ένα σχέδιο απόδρασης, που λέγεται ότι προετοιμάστηκε με αναμονή ενός χρόνου. Για την πλειονότητα των αγωνιστών εκείνων των χρόνων (προερχόμενων κυρίως από το FPMR και το MJL-MIR) η φυλακή θεωρούνταν κάτι το περιστασιακό, που δεν έπρεπε να κρατήσει για πολύ. Έτσι λοιπόν μια ομάδα ροδριγκιστών κρατουμένων, έγκλειστων εκείνη την περίοδο στον 5ο θάλαμο της άλλοτε «Πενιτενσιάρια» στο Σαντιάγο, αρχίζουν να στήνουν μια ρουτίνα με το επισκεπτήριό τους για να διευκολύνουν το σχέδιο της απόδρασης. Οι φίλοι και συγγενείς θα τους έστελναν ξυλεία για να πραγματοποιούν χειροτεχνίες, που οι κρατούμενοι θα έπρεπε να την πάρουν με τη σειρά τους από έναν τομέα της φυλακής που βρισκόταν κοντά στην είσοδο υποδοχής του επισκεπτηρίου.

Το Σάββατο, 10 Οκτώβρη 1992, και ώρα 10.15, η ομάδα των 8 του FPMR αποφασίζουν να βάλουν μπροστά την επιχείρηση αξιοπρέπεια. Αφού κατορθώνουν να περάσουν δυο ρεβόλβερ μικρού διαμετρήματος μέσα στη φυλακή, φωνάζουν ένα δεσμοφύλακα να τους πάει συνοδεία, ως συνήθως, στο σημείο απ’ όπου προμηθεύονταν τα ξύλα για τις χειροτεχνίες. Δεδομένου ότι οι μόνοι δεσμοφυλάκοι που φέρουν όπλα είναι αυτοί της περιμετρικής φρουράς και όχι όσοι κινούνται στο εσωτερικό, οι κρατούμενοι κατορθώνουν να εξουδετερώσουν τον ανθρωποφύλακα που τους συνόδευε.

Οι 8 φτάνουν στο αυτοσχέδιο ντεπόζιτο με τα ξύλα, και καταφέρνουν να εξουδετερώσουν και τον άλλο φύλακα που βρισκόταν εκεί, απέχοντας πλέον μόνο μία πόρτα από τον προθάλαμο του επισκεπτηρίου. Εκείνη τη στιγμή ξεκινούν τη φυγή, πυροβολώντας ένα δεσμοφύλακα που βρισκόταν στον 8ο πύργο του δευτέρου ορόφου, ο οποίος ετοιμαζόταν να σημάνει το συναγερμό.

Απ’ έξω θα τους περίμεναν τρία οχήματα, κατάλληλα εξοπλισμένα για την απόδραση. Με το που κατορθώνουν ν’ ανοίξουν δρόμο και να βγουν από την Πενιτενσιάρια, οι δραπέτες πέφτουν πάνω σε ένα μπατσικό που ήταν σταθμευμένο ακριβώς έξω από την πύλη της φυλακής. Αντιμέτωποι με την απρόοπτη αυτήν κατάσταση, οι δραπέτες ανοίγουν πυρ εναντίον του περιπολικού δίνοντας το έναυσμα της ένοπλης συμπλοκής. Έτσι, δεσμοφύλακες, καραμπινιέροι και ασφαλίτες ξεχύνονται στο κυνήγι για την εξόντωση των πρώην κρατουμένων.

Με το πέρασμα των χρόνων, οι αμφιβολίες που προκάλεσε η στάση που τήρησαν διάφορες κατασταλτικές μονάδες έξω από την Πενιτενσιάρια έδωσαν βήμα στη διατύπωση της ισχυρής υπόθεσης του να είχε γνώση ο οργανισμός μυστικών υπηρεσιών Λα Οφισίνα για την επιχείρηση αξιοπρέπεια, μέσω ρουφιάνων ή μπάτσων που είχαν παρεισφρήσει σε συνδέσμους των δραπετών.

Η ένοπλη σύγκρουση είναι καταφανώς άνιση, αφού τα δυο πιστόλια μικρού διαμετρήματος δεν μπορούν να ανακόψουν την κατασταλτική υπεροπλία που χρησιμοποιείται για να γαζώσουν τους δραπέτες. Ο Πέδρο Ορτίς «Πεγιούκο» σωριάζεται νεκρός από τις ριπές των δεσμοφυλάκων στην είσοδο της φυλακής Πενιτενσιάρια, κι ο αδερφός του Πατρίσιο Ορτίς Μοντενέγρο, ο οποίος έτρεξε να τον βοηθήσει, γαζώνεται αγρίως από τους δεσμοφύλακες, οι οποίοι σταματάνε να πυροβολούν μονάχα όταν τον περνάνε για πεθαμένο. Ο Πατρίσιο θυμάται πώς το γλεντούσανε οι ανθρωποφύλακες: «Καθαρίσαμε τους Ορτίς!»

Αφού τους σκεπάσανε μ’ ένα σεντόνι, έχοντας παραστήσει τον νεκρό ο Πατρίσιο Ορτίς δίνει σημεία ζωής άμα τη αφίξει άλλων μπάτσων και λοιπών υπαλλήλων, αποφεύγοντας έτσι μια βέβαιη εκτέλεση.

Ο Χοσέ Μιγκέλ Μαρτίνες Αλβαράδο «Παλίτο» και ο Μαουρίσιο Γκόμες Λίρα «Πουμ Πουμ» καταφεύγουν μέχρι την πίσω αυλή ενός σπιτιού επί της οδού Μποσέφ, στον αριθμό 1943. Μπροστά στην επικείμενη σύλληψή τους, ο Χοσέ Μιγκέλ και ο Μαουρίσιο φωνάζουν στους γείτονες να καλέσουνε τον Τύπο και τους δικηγόρους τους, αναζητώντας περισσότερους αυτόπτες μάρτυρες της επικείμενης σφαγής τους. Οι δεσμοφύλακες μπουκάρουν πράγματι στο σπίτι και πυροβολούν αδιάκοπα τους δυο ροδριγκιστές, ρίχνοντας περισσότερες από δέκα σφαίρες στον καθέναν τους, συμπεριλαμβανομένων χαριστικών βολών στο κεφάλι.

Ο Φρανσίσκο Ντίας Τρουχίγιο, αφού πυροβόλησε κατά των δεσμοφυλάκων που καταδίωκαν τον Μαρτίνες και τον Γκόμες Λίρα, προσποιείται εν μέσω του χάους και της σύγχυσης που επικρατεί εκτός της φυλακής πως είναι ασφαλίτης του τμήματος ερευνών, κι έτσι κατορθώνει να μπει σ’ ένα ταξί και να διαφύγει.

Ο Λουίς Μορένο ανακατώνεται με τον κόσμο που περίμενε να μπει στη φυλακή για το επισκεπτήριο, ώσπου ανεβαίνει σ’ ένα λεωφορείο και ξεγλιστρά απ’ τον κατασταλτικό κλοιό.

Ο Μανουέλ Βενέγας Μεσσίνα καταφέρνει να προσεγγίσει ένα σύντροφό του, ο οποίος τον περίμενε εκτός των τειχών, και δραπετεύει από την περιοχή.

Ο Πάμπλο Μουνιός τρέχει ως το πάρκο Ο’Χίγκινς, αλλά οι προσπάθειές του να διαφύγει δεν καρποφορούν, γι’ αυτό και βρίσκει καταφύγιο στο κτήριο επί της οδού Χουάν Γιαρούρ, στον αριθμό 1978. Συλλαμβάνεται από τους δεσμοφυλάκους, οι οποίοι τον χώνουν σ’ ένα όχημα και ανοίγουν πυρ εναντίον του. Ένας μπάτσος διακόπτει την επερχόμενη σφαγή, κι έτσι ο Πάμπλο γλυτώνει την εκτέλεση.

Η «επιχείρηση αξιοπρέπεια» –όπως έμεινε γνωστή– καταλήγει με τους Χοσέ Μιγκέλ, Μαουρίσιο και Πέδρο δολοφονημένους από τους ανθρωποφύλακες, τους Πάμπλο και Πατρίσιο συλληφθέντες εκ νέου και βαριά λαβωμένους με τραύματα σε όλο τους το σώμα, και τους Λουίς, Φρανσίσκο και Μανουέλ να έχουν κατορθώσει να δραπετεύσουν από τη φυλακή.

Οι ανθρωποφύλακες όμως δεν πρόκειται να αρκεστούν στ’ άγρια πυρά κατά του Πάμπλο και του Πατρίσιο, κι έτσι στη συνέχεια υφίστανται τ’ αντίποινα όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι με τις συνήθεις εκδικητικές συμπεριφορές της δεσμοφυλακής.

Δυο χρόνια αργότερα, κατασκευάζεται η Φυλακή Υψηλής Ασφαλείας (CAS) του Σαντιάγο για τον εγκλεισμό όλων των πολιτικών κρατουμένων. Απ’ αυτό το υποτιθέμενο «μπούνκερ» ασφαλείας θα καταφέρουν ν’ αποδράσουν τελικά το 1996 ο Πάμπλο Μουνιός Χόφμαν και ο Πατρίσιο Ορτίς Μοντενέγρο, που είχανε ξαναπιαστεί κατά την προηγούμενη απόπειρα. Αυτήν τη φορά, δραπετεύουν με ελικόπτερο από τη Φυλακή Υψηλής Ασφαλείας μαζί με δύο ακόμα μέλη του FPMR.

Τον επόμενο χρόνο, το 1997, ο Πατρίσιο Ορτίς φτάνει στην Ελβετία, κι ύστερα από μία περίοδο φυλάκισης αποκτά την ιδιότητα του «πρόσφυγα», ενώ τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους η αστυνομία εισβάλλει στο σπίτι του Φρανσίσκο Ντίας Τρουχίγιο (που είχε κατορθώσει να διαφύγει τον Οκτώβρη του 1992), στην κοινότητα Ελ Μπόσκε του Σαντιάγο. Το ένταλμα σύλληψης σφραγίζεται μ’ ένοπλη αντιπαράθεση, που επιφέρει το χαμό του Φρανσίσκο.

Είκοσι χρόνια μετά το θάνατο στη μάχη των Παλίτο, Πουμ Πουμ και Πεγιούκο, χαιρετίζουμε την αντάρτικη και ανυπότακτη χειρονομία όσων επιχείρησαν και όσων κατόρθωσαν να δραπετεύσουν εκείνον τον Οκτώβρη. Στους αμετανόητους, που και μετά το μακελειό της επιχείρησης αξιοπρέπεια κράτησαν ανέπαφη την πεθυμιά τους για λευτεριά και την έκαναν πράξη διαφεύγοντας μ’ ελικόπτερο.

Το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά!

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του αντεξουσιαστικού εντύπου «Refractario» (από τη Χιλή), τον Οκτώβρη του 2012.